- ἔμβρωμα
- ἔμβρωμαthat which is eaten awayneut nom/voc/acc sgἔμβρωμοςneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμβρωμα — ἔμβρωμα, το (Α) το πρόγευμα αρχ. το φθαρμένο, το φαγωμένο από την πολλή χρήση … Dictionary of Greek
ἐμβρώματα — ἔμβρωμα that which is eaten away neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμβρώματος — ἔμβρωμα that which is eaten away neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век … Википедия